- σοφιστικά
- σοφιστικόςofneut nom/voc/acc plσοφιστικά̱ , σοφιστικόςoffem nom/voc/acc dualσοφιστικά̱ , σοφιστικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σοφιστικάς — σοφιστικά̱ς , σοφιστικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικός — ή, ό / σοφιστικός, ή, όν, ΝΑ [σοφιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφιστή 2. χαρακτηριστικός τού σοφιστή, δηλαδή απατηλός, ψευδής (α. «σοφιστικά επιχειρήματα» β. «ἐροῡμεν σοφὸν ἢ σοφιστικόν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η σοφιστική η… … Dictionary of Greek
αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… … Dictionary of Greek
αντιλογικός — ή, ό (Α ἀντιλογικός, όν) αυτός που του αρέσει να αντιλέγει, ο εριστικός νεοελλ. ο αντίθετος προς τη λογική αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο αντιλογικός ο εξασκημένος στην αντιλογία, ο σοφιστής 2. το θηλ. ως ουσ. η ικανότητα στην αντιλογία, η ευχέρεια… … Dictionary of Greek
δημηγόρος — δημηγόρος, ον (Α) 1. αυτός που ταιριάζει σε δημόσιο ρήτορα 2. φρ. α) «τιμαὶ δημηγόροι» οι τιμές που αποδίδονται στον αγορητή β) «στροφαὶ δημηγόροι» σοφιστικά τεχνάσματα 3. το αρσ. ως ουσ. ο δημηγόρος ο δημαγωγός αγορητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος +… … Dictionary of Greek
ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
ισχνοεπώ — ἰσχνοεπῶ, έω (Α) [ισχνοεπής] συζητώ λεπτομερώς κάτι, λεπτολογώ σοφιστικά … Dictionary of Greek
κακουργώ — (AM κακουργῶ, έω) [κακούργος] κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. μσν. (για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω αρχ. 1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
λεπτολογώ — έω και άω (AM λεπτολογῶ, έω) [λεπτολόγος] εξετάζω κάτι με κάθε λεπτομέρεια και με πολλή ακρίβεια, εξονυχίζω, ψιλολογώ, ψιλοκοσκινίζω («μην τά λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχει λόγος») μσν. διηγούμαι ή περιγράφω κάτι με λεπτομέρειες … Dictionary of Greek